ὀψωνισμός: Difference between revisions
From LSJ
(30) |
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψωνισμός''': -οῦ, ὁ, = [[ὀψωνιασμός]], διάφ. γραφὴ παρὰ Μενάνδρ. ( | |lstext='''ὀψωνισμός''': -οῦ, ὁ, = [[ὀψωνιασμός]], διάφ. γραφὴ παρὰ Μενάνδρ. (Πολυδ. Ϛϳ, 38), Βυζαντ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀψωνισμός]], ὁ (ΑΜ) [[οψωνίζω]]<br />(δ. γρφ.) [[οψωνιασμός]]. | |mltxt=[[ὀψωνισμός]], ὁ (ΑΜ) [[οψωνίζω]]<br />(δ. γρφ.) [[οψωνιασμός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:00, 28 March 2021
German (Pape)
[Seite 434] ὁ, = ὀψωνιασμός, als schlechtes Wort des Men. bezeichnet Poll. 6, 38.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψωνισμός: -οῦ, ὁ, = ὀψωνιασμός, διάφ. γραφὴ παρὰ Μενάνδρ. (Πολυδ. Ϛϳ, 38), Βυζαντ.
Greek Monolingual
ὀψωνισμός, ὁ (ΑΜ) οψωνίζω
(δ. γρφ.) οψωνιασμός.