φαφούτης: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(44) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=[[φαφούτης]], [[φαφούτα]], φαφούτικο, θηλ. και [[φαφούτισσα]], Ν<br />αυτός που του έχουν πέσει τα δόντια, που δεν έχει δόντια, [[ξεδοντιάρης]], [[κουτσοδόντης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. ονοματοποιημένη λ. από τον. ήχο που παράγεται όταν μιλά [[κάποιος]] που δεν έχει δόντια]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:02, 26 July 2021
Greek Monolingual
φαφούτης, φαφούτα, φαφούτικο, θηλ. και φαφούτισσα, Ν
αυτός που του έχουν πέσει τα δόντια, που δεν έχει δόντια, ξεδοντιάρης, κουτσοδόντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ. από τον. ήχο που παράγεται όταν μιλά κάποιος που δεν έχει δόντια].