ἀνισοσκελής: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[que tiene extremos desiguales]]de un vendaje, Heliod. en Orib.48.63 tít.<br /><b class="num">2</b> geom. [[escaleno]] de un triángulo, Papp.106.14, Hero <i>Metr</i>.10.15<br /><b class="num">•</b>de un trapezoide [[que tiene lados desiguales]] Sch.D.P.175. | |dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[que tiene extremos desiguales]] de un vendaje, Heliod. en Orib.48.63 tít.<br /><b class="num">2</b> geom. [[escaleno]] de un triángulo, Papp.106.14, Hero <i>Metr</i>.10.15<br /><b class="num">•</b>de un trapezoide [[que tiene lados desiguales]] Sch.D.P.175. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ούς,) -ές (Α [[ἀνισοσκελής]])<br />αυτός που έχει άνισα σκέλη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ανισοσκελές [[τρίγωνο]]» — [[τρίγωνο]] του οποίου οι δύο μεγαλύτερες πλευρές έχουν άνισο [[μήκος]]<br /><b>2.</b> «[[ανισοσκελής]] [[προϋπολογισμός]]» — [[εκείνος]] ο [[οποίος]] δεν έχει ισοσκελισμένα έσοδα και έξοδα. | |mltxt=(ούς,) -ές (Α [[ἀνισοσκελής]])<br />αυτός που έχει άνισα σκέλη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ανισοσκελές [[τρίγωνο]]» — [[τρίγωνο]] του οποίου οι δύο μεγαλύτερες πλευρές έχουν άνισο [[μήκος]]<br /><b>2.</b> «[[ανισοσκελής]] [[προϋπολογισμός]]» — [[εκείνος]] ο [[οποίος]] δεν έχει ισοσκελισμένα έσοδα και έξοδα. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 9 August 2021
English (LSJ)
ές, A with uneven legs, Sch.D.P.175; with tails of unequal length, of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.63 tit.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῐσοσκελής: -ές, ὁ ἔχων ἄνισα τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Διον. Π. 175.
Spanish (DGE)
-ές
1 que tiene extremos desiguales de un vendaje, Heliod. en Orib.48.63 tít.
2 geom. escaleno de un triángulo, Papp.106.14, Hero Metr.10.15
•de un trapezoide que tiene lados desiguales Sch.D.P.175.
Greek Monolingual
(ούς,) -ές (Α ἀνισοσκελής)
αυτός που έχει άνισα σκέλη
νεοελλ.
φρ.
1. «ανισοσκελές τρίγωνο» — τρίγωνο του οποίου οι δύο μεγαλύτερες πλευρές έχουν άνισο μήκος
2. «ανισοσκελής προϋπολογισμός» — εκείνος ο οποίος δεν έχει ισοσκελισμένα έσοδα και έξοδα.