βαμπιρισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(7) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />σαδιστική σεξουαλική [[παρέκκλιση]], [[κατά]] την οποία ενεργεί διεγερτικά ή λείξη αίματος από τραύματα που προκαλούνται στον σεξουαλικό σύντροφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου<br / | |mltxt=ο<br />σαδιστική σεξουαλική [[παρέκκλιση]], [[κατά]] την οποία ενεργεί διεγερτικά ή λείξη αίματος από τραύματα που προκαλούνται στον σεξουαλικό σύντροφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου<br />[[πρβλ]]. αγγλ. <i>vampirism</i> <span style="color: red;"><</span> <i>vampire</i> ([[πρβλ]]. <i>βαμπίρ</i>) <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>ism</i> ([[πρβλ]]. -<i>ισμός</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
σαδιστική σεξουαλική παρέκκλιση, κατά την οποία ενεργεί διεγερτικά ή λείξη αίματος από τραύματα που προκαλούνται στον σεξουαλικό σύντροφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. vampirism < vampire (πρβλ. βαμπίρ) + (κατάλ.) -ism (πρβλ. -ισμός)].