βαλάντιο: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
(7) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[βαλάντιον]], Α και [[βαλλάντιον]])<br /><b>1.</b> [[σακούλι]] για χρήματα, [[πουγγί]]<br /><b>2.</b> χρηματικό [[ποσό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για λ. δάνεια από μία βορειοβαλκανική [[γλώσσα]] ( | |mltxt=το (AM [[βαλάντιον]], Α και [[βαλλάντιον]])<br /><b>1.</b> [[σακούλι]] για χρήματα, [[πουγγί]]<br /><b>2.</b> χρηματικό [[ποσό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για λ. δάνεια από μία βορειοβαλκανική [[γλώσσα]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>follis</i>)]. | ||
}} | }} |