δαιμονοφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερyour good and perfect will, Father

Source
(8)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαιμονοφόρητος]], -ον (Μ)<br />ο [[ένθεος]]·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαίμων]] (-<i>ονος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φόρητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φορώ]], θαμιστικό του [[φέρω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανεμοφόρητος]])].
|mltxt=[[δαιμονοφόρητος]], -ον (Μ)<br />ο [[ένθεος]]·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαίμων]] (-<i>ονος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φόρητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φορώ]], θαμιστικό του [[φέρω]] ([[πρβλ]]. [[ανεμοφόρητος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 515] von einem Dämon getrieben, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονοφόρητος: -ον, κατεχόμενος ὑπὸ δαίμονος, Εὐστ. Πονημ. 41. 26, κτλ.

Greek Monolingual

δαιμονοφόρητος, -ον (Μ)
ο ένθεος·
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -φόρητος < φορώ, θαμιστικό του φέρω (πρβλ. ανεμοφόρητος)].