δαιμονοφόρητος

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

German (Pape)

[Seite 515] von einem Dämon getrieben, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονοφόρητος: -ον, κατεχόμενος ὑπὸ δαίμονος, Εὐστ. Πονημ. 41. 26, κτλ.

Greek Monolingual

δαιμονοφόρητος, -ον (Μ)
ο ένθεος·
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -φόρητος < φορώ, θαμιστικό του φέρω (πρβλ. ανεμοφόρητος)].