εξάστηλος: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(12)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από έξι τυπογραφικές στήλες («εξάστηλο [[άρθρο]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξάστηλο</i><br />[[δημοσίευμα]] που καταλαμβάνει έξι στήλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[στήλη]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο <i>Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Αγγέλου Βλάχου].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από έξι τυπογραφικές στήλες («εξάστηλο [[άρθρο]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξάστηλο</i><br />[[δημοσίευμα]] που καταλαμβάνει έξι στήλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> ([[πρβλ]]. [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[στήλη]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο <i>Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Αγγέλου Βλάχου].
}}
}}

Latest revision as of 08:43, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που αποτελείται από έξι τυπογραφικές στήλες («εξάστηλο άρθρο»)
2. το ουδ. ως ουσ. το εξάστηλο
δημοσίευμα που καταλαμβάνει έξι στήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + στήλη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου].