εξάστηλος: Difference between revisions
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(12) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από έξι τυπογραφικές στήλες («εξάστηλο [[άρθρο]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξάστηλο</i><br />[[δημοσίευμα]] που καταλαμβάνει έξι στήλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> ( | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από έξι τυπογραφικές στήλες («εξάστηλο [[άρθρο]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξάστηλο</i><br />[[δημοσίευμα]] που καταλαμβάνει έξι στήλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> ([[πρβλ]]. [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[στήλη]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο <i>Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Αγγέλου Βλάχου]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:43, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που αποτελείται από έξι τυπογραφικές στήλες («εξάστηλο άρθρο»)
2. το ουδ. ως ουσ. το εξάστηλο
δημοσίευμα που καταλαμβάνει έξι στήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + στήλη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου].