εξουσιοδοτώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(12)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω<br />[[χορηγώ]] σε κάποιον το [[δικαίωμα]] να ενεργήσει για λογαριασμό μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εξουσία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτώ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>δοτώ</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο <i>Λεξικό Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό</i>].
|mltxt=-έω<br />[[χορηγώ]] σε κάποιον το [[δικαίωμα]] να ενεργήσει για λογαριασμό μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εξουσία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτώ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]], [[πρβλ]]. <i>επι</i>-<i>δοτώ</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο <i>Λεξικό Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό</i>].
}}
}}

Revision as of 08:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-έω
χορηγώ σε κάποιον το δικαίωμα να ενεργήσει για λογαριασμό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξουσία + -δοτώ (< δίδωμι, πρβλ. επι-δοτώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικό Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό].