ευάρματος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐάρματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νικητής]] στο [[αγώνισμα]] της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>άρματος</i>, <i>χρυσ</i>-<i>άρματος</i>].
|mltxt=[[εὐάρματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νικητής]] στο [[αγώνισμα]] της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρμα]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>άρματος</i>, <i>χρυσ</i>-<i>άρματος</i>].
}}
}}

Revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐάρματος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», Σοφ.)
2. νικητής στο αγώνισμα της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άρματος (< άρμα), πρβλ. πολυ-άρματος, χρυσ-άρματος].