ευάρματος
From LSJ
και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)
Greek Monolingual
εὐάρματος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», Σοφ.)
2. νικητής στο αγώνισμα της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άρματος (< άρμα), πρβλ. πολυάρματος, χρυσάρματος].