ευρύχωρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρύχωρος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευρύ χώρο, [[μεγάλη]] [[έκταση]], ο [[εκτεταμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός στον οποίο άνετα χωράει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απλό</i>-<i>χωρος</i>, <i>στενό</i>-<i>χωρος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρύχωρος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευρύ χώρο, [[μεγάλη]] [[έκταση]], ο [[εκτεταμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός στον οποίο άνετα χωράει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρος]]), [[πρβλ]]. <i>απλό</i>-<i>χωρος</i>, <i>στενό</i>-<i>χωρος</i>].
}}
}}

Revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρύχωρος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ χώρο, μεγάλη έκταση, ο εκτεταμένος
αρχ.
αυτός στον οποίο άνετα χωράει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χωρος (< χώρος), πρβλ. απλό-χωρος, στενό-χωρος].