ευκόρυθος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκόρυθος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει ωραία [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόρυθος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>θος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-[[κόρυθος]], <i>τρι</i>-[[κόρυθος]].
|mltxt=[[εὐκόρυθος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει ωραία [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόρυθος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>θος</i>), [[πρβλ]]. <i>ιππο</i>-[[κόρυθος]], <i>τρι</i>-[[κόρυθος]].
}}
}}

Revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐκόρυθος, -ον (Α)
αυτός που φέρει ωραία περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κόρυθος (< κόρυς, -θος), πρβλ. ιππο-κόρυθος, τρι-κόρυθος.