κόρυθος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρῠθος Medium diacritics: κόρυθος Low diacritics: κόρυθος Capitals: ΚΟΡΥΘΟΣ
Transliteration A: kórythos Transliteration B: korythos Transliteration C: korythos Beta Code: ko/ruqos

English (LSJ)

ὁ, (κόρυς)
A crested τροχίλος, Hsch.; but also, = περικεφαλαία, Id.
II Κόρυθος, title of Apollo, Bull.Soc.Roy.Lund 1928-9iv 40; Κόριθος, ib.39. κορυλλίων, a bird (perhaps = κολλυρίων), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1488] ὁ, eine Art τροχίλος, wohl κόρυδος, Hesych.

French (Bailly abrégé)

gén. de κόρυς.

Russian (Dvoretsky)

κόρῠθος: gen. к κόρυς.

Greek (Liddell-Scott)

κόρῠθος: ὁ, (κόρυς), ὁ μετὰ λόφου, τροχίλος Ἡσύχ., πρβλ. κορυδός.

Greek Monolingual

κόρυθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) α) είδος τροχίλου
β) περικεφαλαία
2. ως κύριο όν. ὁ Κόρυθος
προσωνυμία του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «περικεφαλαία» πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του κόρυς, -υθ-ος, κατά τα δευτερόκλιτα αρσ. σε -ος. Με τη σημ. «τροχίλος» πρόκειται για παράλληλο τ. του κόρυδος (επίσης < κόρυς) με παρέκταση -θ- αντί -δ-].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόρυθος gen. van κόρυς.