ευρεσιτέχνης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[δίπλωμα]] ευρεσιτεχνίας, ο [[εφευρέτης]]<br /><b>2.</b> ο [[εφευρετικός]], ο [[επινοητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]]) <span style="color: red;">+</span> [[τέχνη]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερασι</i>-<i>τέχνης</i>].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[δίπλωμα]] ευρεσιτεχνίας, ο [[εφευρέτης]]<br /><b>2.</b> ο [[εφευρετικός]], ο [[επινοητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]]) <span style="color: red;">+</span> [[τέχνη]], [[πρβλ]]. <i>ερασι</i>-<i>τέχνης</i>].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που έχει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ο εφευρέτης
2. ο εφευρετικός, ο επινοητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω) + τέχνη, πρβλ. ερασι-τέχνης].