εύληρα: Difference between revisions
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(15) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔληρα]], και δωρ. τ. [[αὔληρα]], τὰ (Α)<br />[[ηνία]] («ἐν δ' αὐτὸς ἔχων [[εὔληρα]] βέβηκε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[εύληρα]] (δωρ. <i>αύληρα</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>Fληρ</i>-<i>ο</i>. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>wl</i>-<i>ē</i><i>r</i> ( | |mltxt=[[εὔληρα]], και δωρ. τ. [[αὔληρα]], τὰ (Α)<br />[[ηνία]] («ἐν δ' αὐτὸς ἔχων [[εὔληρα]] βέβηκε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[εύληρα]] (δωρ. <i>αύληρα</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>Fληρ</i>-<i>ο</i>. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>wl</i>-<i>ē</i><i>r</i> ([[πρβλ]]. λατ. <i>l</i><i>ō</i><i>rum</i> «[[ιμάντας]], [[λουρί]]», αρμ. <i>lar</i> «[[δεσμός]]»), η οποία [[είναι]] μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>wl</i>-) και παρεκτεταμένη σε <i>ē</i><i>r</i> [[μορφή]] της ρίζας <i>wel</i>- «[[στρέφω]], [[συστρέφω]], [[κυλίω]]» — [[πρβλ]]. [[είλω]]. Το <i>ε</i>- στη λ. [[είναι]] προθεματικό]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:03, 23 August 2021
Greek Monolingual
εὔληρα, και δωρ. τ. αὔληρα, τὰ (Α)
ηνία («ἐν δ' αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εύληρα (δωρ. αύληρα) < ε-Fληρ-ο. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. wl-ēr (πρβλ. λατ. lōrum «ιμάντας, λουρί», αρμ. lar «δεσμός»), η οποία είναι μηδενισμένη βαθμίδα (wl-) και παρεκτεταμένη σε ēr μορφή της ρίζας wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» — πρβλ. είλω. Το ε- στη λ. είναι προθεματικό].