εύπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπλευρος]], -ον)<br />αυτός που έχει ισχυρές πλευρές<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ισχυρό [[στήθος]] και πνευμόνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισό</i>-<i>πλευρος</i>, <i>τετρά</i>-<i>πλευρος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπλευρος]], -ον)<br />αυτός που έχει ισχυρές πλευρές<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ισχυρό [[στήθος]] και πνευμόνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), [[πρβλ]]. <i>ισό</i>-<i>πλευρος</i>, <i>τετρά</i>-<i>πλευρος</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:07, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔπλευρος, -ον)
αυτός που έχει ισχυρές πλευρές
2. αυτός που έχει ισχυρό στήθος και πνευμόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό-πλευρος, τετρά-πλευρος)].