ευκέαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκέαστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που σχίζεται ή [[σπάζει]] εύκολα, ο ευκολόσχιστος («εὐκέαστα ξύλα», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κεαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κεάζω]] «[[σχίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>κέαστος</i>].
|mltxt=[[εὐκέαστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που σχίζεται ή [[σπάζει]] εύκολα, ο ευκολόσχιστος («εὐκέαστα ξύλα», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κεαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κεάζω]] «[[σχίζω]]»), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>κέαστος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐκέαστος, -ον (Μ)
αυτός που σχίζεται ή σπάζει εύκολα, ο ευκολόσχιστος («εὐκέαστα ξύλα», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κεαστος (< κεάζω «σχίζω»), πρβλ. α-κέαστος].