εὐσχημάτιστος: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[εὐσχημάτιστος]], -ον)<br />καλά σχηματισμένος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σχηματίζομαι</i>), | |mltxt=-η, -ο (Μ [[εὐσχημάτιστος]], -ον)<br />καλά σχηματισμένος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σχηματίζομαι</i>), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>σχημάτιστος</i>, <i>ετερο</i>-<i>σχημάτιστος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:15, 23 August 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A well-formed, Eust.1570.47.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσχημάτιστος: -ον, καλῶς ἐσχηματισμένος, Εὐστ. 1570. 47.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ εὐσχημάτιστος, -ον)
καλά σχηματισμένος
μσν.
αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχηματιστος (< σχηματίζομαι), πρβλ. α-σχημάτιστος, ετερο-σχημάτιστος].