ζωηρόχρωμος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει ζωηρά χρώματα, έντονους χρωματισμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζωηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>χρωμος</i>, <i>μονό</i>-<i>χρωμος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει ζωηρά χρώματα, έντονους χρωματισμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζωηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>χρωμος</i>, <i>μονό</i>-<i>χρωμος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Revision as of 09:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει ζωηρά χρώματα, έντονους χρωματισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωηρός + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ά-χρωμος, μονό-χρωμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].