ηλεκτροφαής: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠλεκτροφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που λάμπει όπως το [[ήλεκτρο]] («τὰς ἠλεκτροφαεῑς αὐγάς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλεκτρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]], <i>το</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ημι</i>-<i>φαής</i>, <i>παμ</i>-<i>φαής</i>].
|mltxt=[[ἠλεκτροφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που λάμπει όπως το [[ήλεκτρο]] («τὰς ἠλεκτροφαεῑς αὐγάς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλεκτρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]], <i>το</i>), [[πρβλ]]. <i>ημι</i>-<i>φαής</i>, <i>παμ</i>-<i>φαής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἠλεκτροφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει όπως το ήλεκτρο («τὰς ἠλεκτροφαεῑς αὐγάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο- + -φαης (< φάος, το), πρβλ. ημι-φαής, παμ-φαής].