ημιμελής: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>ιατρ.</b> αυτός που πάσχει από [[ημιμελία]], που έχει ένα [[μέλος]] ατελές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτι</i>-[[μελής]], <i>πολυ</i>-[[μελής]]].
|mltxt=-ές<br /><b>ιατρ.</b> αυτός που πάσχει από [[ημιμελία]], που έχει ένα [[μέλος]] ατελές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]) [[πρβλ]]. <i>αρτι</i>-[[μελής]], <i>πολυ</i>-[[μελής]]].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
ιατρ. αυτός που πάσχει από ημιμελία, που έχει ένα μέλος ατελές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μελής (< μέλος) πρβλ. αρτι-μελής, πολυ-μελής].