ηχογόνος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br />αυτός που παράγει ήχο, [[ηχητικός]] («ηχογόνα σώματα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>από</i>-<i>γονος</i>, <i>δακρυο</i>-[[γόνος]]. Το ουδ. <i>ηχογόνον</i> μαρτυρείται από το 1888 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].
|mltxt=-ο<br />αυτός που παράγει ήχο, [[ηχητικός]] («ηχογόνα σώματα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. <i>από</i>-<i>γονος</i>, <i>δακρυο</i>-[[γόνος]]. Το ουδ. <i>ηχογόνον</i> μαρτυρείται από το 1888 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ο
αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός («ηχογόνα σώματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. από-γονος, δακρυο-γόνος. Το ουδ. ηχογόνον μαρτυρείται από το 1888 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].