Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηπειρώτης: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ηπειρώτις και ηπειρώτισσα (AM [[ἠπειρώτης]], θηλ. [[ἠπειρῶτις]])<br /><b>1.</b> ο [[χερσαίος]], ο [[στεριανός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον θαλασσινό<br /><b>2.</b> ο [[κάτοικος]] ηπειρωτικής περιοχής, σε [[αντιδιαστολή]] με τον νησιώτη («τοὺς νησιώτας δασμολογεῖν... τους δ' ἠπειρώτας δι' ἀφθονίαν της χώρας... περιορῶντας», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>ο Ηπειρώτης</i>, <i>η Ηπειρώτισσα</i><br />ο [[κάτοικος]] της Ηπείρου ή αυτός που κατάγεται από την Ήπειρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην ήπειρο της Ασίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἠπειρῶτις]] ξυμμαχία» — [[συμμαχία]] με ηπειρωτική [[δύναμη]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπειρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώτης</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>επαρχι</i>-<i>ώτης</i>. Δηλώνει τον κάτοικο της ξηράς σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] αυτόν τών νησιών και αναφερόταν [[κυρίως]] στους κατοίκους της Μικράς Ασίας και της Ηπείρου].
|mltxt=ο, θηλ. ηπειρώτις και ηπειρώτισσα (AM [[ἠπειρώτης]], θηλ. [[ἠπειρῶτις]])<br /><b>1.</b> ο [[χερσαίος]], ο [[στεριανός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον θαλασσινό<br /><b>2.</b> ο [[κάτοικος]] ηπειρωτικής περιοχής, σε [[αντιδιαστολή]] με τον νησιώτη («τοὺς νησιώτας δασμολογεῖν... τους δ' ἠπειρώτας δι' ἀφθονίαν της χώρας... περιορῶντας», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>ο Ηπειρώτης</i>, <i>η Ηπειρώτισσα</i><br />ο [[κάτοικος]] της Ηπείρου ή αυτός που κατάγεται από την Ήπειρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην ήπειρο της Ασίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἠπειρῶτις]] ξυμμαχία» — [[συμμαχία]] με ηπειρωτική [[δύναμη]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπειρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώτης</i>, [[πρβλ]]. <i>επαρχι</i>-<i>ώτης</i>. Δηλώνει τον κάτοικο της ξηράς σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] αυτόν τών νησιών και αναφερόταν [[κυρίως]] στους κατοίκους της Μικράς Ασίας και της Ηπείρου].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. ηπειρώτις και ηπειρώτισσα (AM ἠπειρώτης, θηλ. ἠπειρῶτις)
1. ο χερσαίος, ο στεριανός, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό
2. ο κάτοικος ηπειρωτικής περιοχής, σε αντιδιαστολή με τον νησιώτη («τοὺς νησιώτας δασμολογεῖν... τους δ' ἠπειρώτας δι' ἀφθονίαν της χώρας... περιορῶντας», Ισοκρ.)
3. ως κύρ. όν. ο Ηπειρώτης, η Ηπειρώτισσα
ο κάτοικος της Ηπείρου ή αυτός που κατάγεται από την Ήπειρο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στην ήπειρο της Ασίας
2. φρ. «ἠπειρῶτις ξυμμαχία» — συμμαχία με ηπειρωτική δύναμη (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + -ώτης, πρβλ. επαρχι-ώτης. Δηλώνει τον κάτοικο της ξηράς σε αντιδιαστολή προς αυτόν τών νησιών και αναφερόταν κυρίως στους κατοίκους της Μικράς Ασίας και της Ηπείρου].