ημίανδρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμίανδρος]], ό (AM)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ άντρας, [[ευνούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>ανδρος</i>, <i>φίλ</i>-<i>ανδρος</i>].
|mltxt=[[ἡμίανδρος]], ό (AM)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ άντρας, [[ευνούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i>), [[πρβλ]]. <i>άν</i>-<i>ανδρος</i>, <i>φίλ</i>-<i>ανδρος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμίανδρος, ό (AM)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ άντρας, ευνούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ανδρος (< ανήρ, ανδρός), πρβλ. άν-ανδρος, φίλ-ανδρος].