ιδιοκτήτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ιδιοκτήτρια<br />αυτός που έχει στην [[κατοχή]] του δική του [[περιουσία]], ο [[κτήτορας]] κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ίδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτήτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτώμαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλοιο</i>-<i>κτήτης</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλ. Παπαδόπουλο].
|mltxt=ο, θηλ. ιδιοκτήτρια<br />αυτός που έχει στην [[κατοχή]] του δική του [[περιουσία]], ο [[κτήτορας]] κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ίδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτήτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτώμαι]]), [[πρβλ]]. <i>πλοιο</i>-<i>κτήτης</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλ. Παπαδόπουλο].
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. ιδιοκτήτρια
αυτός που έχει στην κατοχή του δική του περιουσία, ο κτήτορας κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο- + -κτήτης (< κτώμαι), πρβλ. πλοιο-κτήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλ. Παπαδόπουλο].