ιμάντινος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱμάντινος]], -ίνη, -ον (Α)<br />αυτός που αποτελείται από ιμάντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μάλλ</i>-<i>ινος</i>, <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=[[ἱμάντινος]], -ίνη, -ον (Α)<br />αυτός που αποτελείται από ιμάντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. <i>μάλλ</i>-<i>ινος</i>, <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱμάντινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλ-ινος, ξύλ-ινος)].