ισολογίζω: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταγράφω]] τα έσοδα και τα έξοδα μιας οικονομικής ενότητας και τά [[συγκρίνω]], [[κάνω]] ισολογισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> ιταλ. <i>saldare</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο <i>Ιταλοελληνικόν νομοτεχνικόν λεξικόν</i>].
|mltxt=[[καταγράφω]] τα έσοδα και τα έξοδα μιας οικονομικής ενότητας και τά [[συγκρίνω]], [[κάνω]] ισολογισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. ιταλ. <i>saldare</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο <i>Ιταλοελληνικόν νομοτεχνικόν λεξικόν</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

καταγράφω τα έσοδα και τα έξοδα μιας οικονομικής ενότητας και τά συγκρίνω, κάνω ισολογισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. saldare. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν νομοτεχνικόν λεξικόν].