ισόβιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἰσόβιος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια [[δεσμά]]» — [[ποινή]] [[κατά]] την οποία ο καταδικασμένος μένει στη [[φυλακή]] για όλη του τη ζωή). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοβίως</i> και <i>ισόβια</i><br />εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] του βίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αργυρό</i>-<i>βιος</i>, <i>ηδύ</i>-<i>βιος</i>].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἰσόβιος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια [[δεσμά]]» — [[ποινή]] [[κατά]] την οποία ο καταδικασμένος μένει στη [[φυλακή]] για όλη του τη ζωή). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοβίως</i> και <i>ισόβια</i><br />εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] του βίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. <i>αργυρό</i>-<i>βιος</i>, <i>ηδύ</i>-<i>βιος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἰσόβιος, -ον)
αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια δεσμά» — ποινή κατά την οποία ο καταδικασμένος μένει στη φυλακή για όλη του τη ζωή).
επίρρ...
ισοβίως και ισόβια
εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη διάρκεια του βίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. αργυρό-βιος, ηδύ-βιος].