ιστοτριβής: Difference between revisions
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱστοτριβής]], -ές (Α)<br />αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο [[κατάστρωμα]] [[κοντά]] στη [[βάση]] του ιστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), | |mltxt=[[ἱστοτριβής]], -ές (Α)<br />αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο [[κατάστρωμα]] [[κοντά]] στη [[βάση]] του ιστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. <i>οικο</i>-<i>τριβής</i>, <i>ωμο</i>-<i>τριβής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἱστοτριβής, -ές (Α)
αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο κατάστρωμα κοντά στη βάση του ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. οικο-τριβής, ωμο-τριβής].