καθολίκευση: Difference between revisions
From LSJ
προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων ἔσωθεν δέ εἰσίν λύκοι ἅρπαγες → beware of the false prophets, who come to you in sheep's clothing, and inwardly are ravening wolves
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[καθολικεύω]], [[γενίκευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[αντί]] του [[γενίκευση]] <span style="color: red;"><</span> [[καθολικεύω]], ως [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=η<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[καθολικεύω]], [[γενίκευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[αντί]] του [[γενίκευση]] <span style="color: red;"><</span> [[καθολικεύω]], ως [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>generalisation</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Βενιαμίν Λέσβιο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθολικεύω, γενίκευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. αντί του γενίκευση < καθολικεύω, ως απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. generalisation. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Βενιαμίν Λέσβιο].