καπνολογώ: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καπνολογῶ, -έω (Μ)<br />(στο Βυζάντιο) [[εισπράττω]] τον [[φόρο]] τών καπνοδόχων, [[εισπράττω]] το καπνικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λογῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σταχυο</i>-[[λογώ]], <i>φορο</i>-[[λογώ]]].
|mltxt=καπνολογῶ, -έω (Μ)<br />(στο Βυζάντιο) [[εισπράττω]] τον [[φόρο]] τών καπνοδόχων, [[εισπράττω]] το καπνικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λογῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. <i>σταχυο</i>-[[λογώ]], <i>φορο</i>-[[λογώ]]].
}}
}}

Revision as of 13:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

καπνολογῶ, -έω (Μ)
(στο Βυζάντιο) εισπράττω τον φόρο τών καπνοδόχων, εισπράττω το καπνικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -λογῶ (< -λόγος < λόγος), πρβλ. σταχυο-λογώ, φορο-λογώ].