κοινοσάρκιο: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>ζωολ.</b> παχύ [[τοίχωμα]] τών πολυπόδων τών κοιλεντεροζώων το οποίο εκκρίνει το [[κοινέγχυμα]] που ενώνει [[μεταξύ]] τους τα άτομα και μπορεί να δώσει με [[εκβλάστηση]] τα νέα ζωίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>coenosarcium</i> <span style="color: red;"><</span> <i>coeno</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[κοινός]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>sarc</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σαρξ</i>, <i>σαρκ</i>-<i>ός</i>) <span style="color: red;">+</span> <i>ium</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -<i>ιον</i>)].
|mltxt=το<br /><b>ζωολ.</b> παχύ [[τοίχωμα]] τών πολυπόδων τών κοιλεντεροζώων το οποίο εκκρίνει το [[κοινέγχυμα]] που ενώνει [[μεταξύ]] τους τα άτομα και μπορεί να δώσει με [[εκβλάστηση]] τα νέα ζωίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>coenosarcium</i> <span style="color: red;"><</span> <i>coeno</i>- ([[πρβλ]]. [[κοινός]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>sarc</i>- ([[πρβλ]]. <i>σαρξ</i>, <i>σαρκ</i>-<i>ός</i>) <span style="color: red;">+</span> <i>ium</i> ([[πρβλ]]. -<i>ιον</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
ζωολ. παχύ τοίχωμα τών πολυπόδων τών κοιλεντεροζώων το οποίο εκκρίνει το κοινέγχυμα που ενώνει μεταξύ τους τα άτομα και μπορεί να δώσει με εκβλάστηση τα νέα ζωίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coenosarcium < coeno- (πρβλ. κοινός) + -sarc- (πρβλ. σαρξ, σαρκ-ός) + ium (πρβλ. -ιον)].