κοινοσάρκιο

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

το
ζωολ. παχύ τοίχωμα τών πολυπόδων τών κοιλεντεροζώων το οποίο εκκρίνει το κοινέγχυμα που ενώνει μεταξύ τους τα άτομα και μπορεί να δώσει με εκβλάστηση τα νέα ζωίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coenosarcium < coeno- (πρβλ. κοινός) + -sarc- (πρβλ. σαρξ, σαρκ-ός) + ium (πρβλ. -ιον)].