κοπρογενής: Difference between revisions
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(21) |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοπρογενής]], -ές (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε στην [[κοπριά]]<br /><b>2.</b> αυτός που τα γένια του [[είναι]] γεμάτα κοπριές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), | |mltxt=[[κοπρογενής]], -ές (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε στην [[κοπριά]]<br /><b>2.</b> αυτός που τα γένια του [[είναι]] γεμάτα κοπριές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>γενής</i>, <i>υλη</i>-<i>γενής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1483] ές, im Mist erzeugt, Sp.
Greek Monolingual
κοπρογενής, -ές (Μ)
1. αυτός που γεννήθηκε στην κοπριά
2. αυτός που τα γένια του είναι γεμάτα κοπριές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -γενής (< γένος), πρβλ. ευ-γενής, υλη-γενής].