κοπρογενής

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

German (Pape)

[Seite 1483] ές, im Mist erzeugt, Sp.

Greek Monolingual

κοπρογενής, -ές (Μ)
1. αυτός που γεννήθηκε στην κοπριά
2. αυτός που τα γένια του είναι γεμάτα κοπριές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -γενής (< γένος), πρβλ. ευγενής, υληγενής].