κοριτσίστικος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε [[κορίτσι]] («κοριτσίστικη [[συμπεριφορά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορίτσι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίστικος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγορ</i>-<i>ίστικος</i>, <i>θεατριν</i>-<i>ίστικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε [[κορίτσι]] («κοριτσίστικη [[συμπεριφορά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορίτσι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίστικος</i> ([[πρβλ]]. <i>αγορ</i>-<i>ίστικος</i>, <i>θεατριν</i>-<i>ίστικος</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κορίτσι («κοριτσίστικη συμπεριφορά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίτσι + κατάλ. -ίστικος (πρβλ. αγορ-ίστικος, θεατριν-ίστικος)].