κορνώδη: Difference between revisions
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τα<br /><b>βοτ.</b> [[τάξη]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που περιλαμβάνει 10 οικογένειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=τα<br /><b>βοτ.</b> [[τάξη]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που περιλαμβάνει 10 οικογένειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cornales</i> <span style="color: red;"><</span> <i>corn</i>- (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cornus</i> / <i>cornum</i> «[[κράνο]][ν]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ales</i> που αποδίδεται με την -<i>ώδη</i>]. | ||
}} | }} |