κρυψίβουλος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(22) |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κρυψίβουλος]], -ον)<br />αυτός που κρύβει τους πραγματικούς σκοπούς και τις αληθινές σκέψεις και προθέσεις του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρυψι</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρυπτ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλεύω]] <span style="color: red;"><</span> [[βουλή]]), | |mltxt=-η, -ο (Μ [[κρυψίβουλος]], -ον)<br />αυτός που κρύβει τους πραγματικούς σκοπούς και τις αληθινές σκέψεις και προθέσεις του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρυψι</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρυπτ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλεύω]] <span style="color: red;"><</span> [[βουλή]]), [[πρβλ]]. <i>αυτό</i>-<i>βουλος</i>, <i>υστερό</i>-<i>βουλος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 23 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
κρυψίβουλος: ὁ, ἡ, ὁ κρύπτων τὰς ἑαυτοῦ βουλάς, Κ. Πορφυρ. Τακτ. ἐν Meurs. Op. τ. 6, σ. 1409.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ κρυψίβουλος, -ον)
αυτός που κρύβει τους πραγματικούς σκοπούς και τις αληθινές σκέψεις και προθέσεις του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + -βουλος (< βουλεύω < βουλή), πρβλ. αυτό-βουλος, υστερό-βουλος].