λεπτότεχνος: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />επεξεργασμένος με [[λεπτότητα]], [[ψιλοδουλεμένος]], λεπτουργημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>τεχνος</i>, <i>πολύ</i>-<i>τεχνος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />επεξεργασμένος με [[λεπτότητα]], [[ψιλοδουλεμένος]], λεπτουργημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>τεχνος</i>, <i>πολύ</i>-<i>τεχνος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
επεξεργασμένος με λεπτότητα, ψιλοδουλεμένος, λεπτουργημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ά-τεχνος, πολύ-τεχνος].