λιπόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, -ο<br />(βιοχ.-χημ.) αυτός που παρουσιάζει σημαντική χημική [[συγγένεια]] με τα μόρια ενός κατ' εξοχήν λιπαρού οργανικού μέσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>lipophile</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lip</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> [[λίπος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>phile</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]])].
|mltxt=η, -ο<br />(βιοχ.-χημ.) αυτός που παρουσιάζει σημαντική χημική [[συγγένεια]] με τα μόρια ενός κατ' εξοχήν λιπαρού οργανικού μέσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>lipophile</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lip</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> [[λίπος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>phile</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

η, -ο
(βιοχ.-χημ.) αυτός που παρουσιάζει σημαντική χημική συγγένεια με τα μόρια ενός κατ' εξοχήν λιπαρού οργανικού μέσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lipophile < lip(o)- (< λίπος) + -phile (< φίλος)].