λιπόφιλος
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
η, -ο
(βιοχ.-χημ.) αυτός που παρουσιάζει σημαντική χημική συγγένεια με τα μόρια ενός κατ' εξοχήν λιπαρού οργανικού μέσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lipophile < lip(o)- (< λίπος) + -phile (< φίλος)].