λογή: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λογή]], ἡ (Α)<br />[[υπολογισμός]], [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λογ</i>- (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέμ. <i>λέγ</i>- του [[λέγω]]) σχηματισμένο πιθ. κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. σε -[[λογή]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δια</i>-[[λογή]], <i>συλ</i>-[[λογή]])].
|mltxt=[[λογή]], ἡ (Α)<br />[[υπολογισμός]], [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λογ</i>- (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέμ. <i>λέγ</i>- του [[λέγω]]) σχηματισμένο πιθ. κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. σε -[[λογή]] ([[πρβλ]]. <i>δια</i>-[[λογή]], <i>συλ</i>-[[λογή]])].
}}
}}

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

λογή, ἡ (Α)
υπολογισμός, προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λογ- (ετεροιωμένη βαθμίδα του θέμ. λέγ- του λέγω) σχηματισμένο πιθ. κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -λογή (πρβλ. δια-λογή, συλ-λογή)].