λοξοδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(23)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοξοδρόμος]], -ον (Μ)<br /> αυτός που τρέχει [[λοξά]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιστιο</i>-[[δρόμος]], <i>κοσμο</i>-[[δρόμος]])].
|mltxt=[[λοξοδρόμος]], -ον (Μ)<br /> αυτός που τρέχει [[λοξά]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] ([[πρβλ]]. <i>ιστιο</i>-[[δρόμος]], <i>κοσμο</i>-[[δρόμος]])].
}}
}}

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

λοξοδρόμος: -ον, τρέχων λοξῶς, πλαγίως, Πισίδ.

Greek Monolingual

λοξοδρόμος, -ον (Μ)
αυτός που τρέχει λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + δρόμος (πρβλ. ιστιο-δρόμος, κοσμο-δρόμος)].