μάλαμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[μάλαμα]])<br />[[χρυσός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] πολύτιμο [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει εξαιρετική [[καλοσύνη]], [[πάρα]] πολύ [[καλός]] («αυτός ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] ένα [[κομμάτι]] [[μάλαμα]]»)<br /><b>μσν.</b><br />χρυσό [[νόμισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[μάλαγμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πράγμα]]: [[πράμα]]) <span style="color: red;"><</span> [[μαλάσσω]].
|mltxt=το (Μ [[μάλαμα]])<br />[[χρυσός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] πολύτιμο [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει εξαιρετική [[καλοσύνη]], [[πάρα]] πολύ [[καλός]] («αυτός ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] ένα [[κομμάτι]] [[μάλαμα]]»)<br /><b>μσν.</b><br />χρυσό [[νόμισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[μάλαγμα]] ([[πρβλ]]. [[πράγμα]]: [[πράμα]]) <span style="color: red;"><</span> [[μαλάσσω]].
}}
}}

Latest revision as of 14:37, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Μ μάλαμα)
χρυσός
νεοελλ.
1. κάθε πολύτιμο μέταλλο
2. μτφ. αυτός που έχει εξαιρετική καλοσύνη, πάρα πολύ καλός («αυτός ο άνθρωπος είναι ένα κομμάτι μάλαμα»)
μσν.
χρυσό νόμισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μάλαγμα (πρβλ. πράγμα: πράμα) < μαλάσσω.