ματτυολοιχός: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266
(3)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ματτυολοιχός]] και [[ματιολοιχός]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[ματαιολοιχός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά στο [[μέτρημα]], ψευδομετρητής<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ματαιολοιχός]]<br />ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ [[λίχνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ματτύη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λοιχός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιματο</i>-<i>λοιχός</i>, <i>τραπεζο</i>-<i>λοιχός</i>. Ο τ. [[ματιολοιχός]] [[είναι]] εσφ. γρφ. του [[ματτυολοιχός]], ενώ ο τ. [[ματαιολοιχός]] έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[μάταιος]].
|mltxt=[[ματτυολοιχός]] και [[ματιολοιχός]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[ματαιολοιχός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά στο [[μέτρημα]], ψευδομετρητής<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ματαιολοιχός]]<br />ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ [[λίχνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ματτύη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λοιχός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείχω]]), [[πρβλ]]. <i>αιματο</i>-<i>λοιχός</i>, <i>τραπεζο</i>-<i>λοιχός</i>. Ο τ. [[ματιολοιχός]] [[είναι]] εσφ. γρφ. του [[ματτυολοιχός]], ενώ ο τ. [[ματαιολοιχός]] έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[μάταιος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ματτυολοιχός:''' падкий до лакомых блюд Arph.
|elrutext='''ματτυολοιχός:''' падкий до лакомых блюд Arph.
}}
}}

Revision as of 14:46, 23 August 2021

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
gourmand (« lécheur de ragoûts »).
Étymologie: ματτύη, λείχω.
Par. ματαιολοιχός, ματιολοιχός.

Greek Monolingual

ματτυολοιχός και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α)
1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής
2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχός
ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ λίχνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + -λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματο-λοιχός, τραπεζο-λοιχός. Ο τ. ματιολοιχός είναι εσφ. γρφ. του ματτυολοιχός, ενώ ο τ. ματαιολοιχός έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση του μάταιος.

Russian (Dvoretsky)

ματτυολοιχός: падкий до лакомых блюд Arph.