μετούσιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετούσιος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατώτερος]] του όντος, της υπάρξεως της ουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ούσιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐσία]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>ούσιος</i>, <i>περι</i>-<i>ούσιος</i>].
|mltxt=[[μετούσιος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατώτερος]] του όντος, της υπάρξεως της ουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ούσιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐσία]]), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>ούσιος</i>, <i>περι</i>-<i>ούσιος</i>].
}}
}}

Revision as of 15:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετούσιος Medium diacritics: μετούσιος Low diacritics: μετούσιος Capitals: ΜΕΤΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: metoúsios Transliteration B: metousios Transliteration C: metoysios Beta Code: metou/sios

English (LSJ)

ον, A inferior to Being, opp. ὑπερούσιος, Phlp.in de An.504.21.

Greek Monolingual

μετούσιος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατώτερος του όντος, της υπάρξεως της ουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. αν-ούσιος, περι-ούσιος].