μετούσιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετούσιος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατώτερος]] του όντος, της υπάρξεως της ουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ούσιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐσία]]), | |mltxt=[[μετούσιος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατώτερος]] του όντος, της υπάρξεως της ουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ούσιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐσία]]), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>ούσιος</i>, <i>περι</i>-<i>ούσιος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A inferior to Being, opp. ὑπερούσιος, Phlp.in de An.504.21.
Greek Monolingual
μετούσιος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατώτερος του όντος, της υπάρξεως της ουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. αν-ούσιος, περι-ούσιος].