μοντέρνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που ακολουθεί πιστά τη [[μόδα]] και [[κάθε]] είδους νεωτερισμό<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] ή γίνεται σύμφωνα με τη [[μόδα]], [[νεωτεριστικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει σύγχρονες αντιλήψεις<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μοντέρνα [[τέχνη]]» — η [[τέχνη]] που τείνει [[προς]] την [[υπέρβαση]] της παράδοσης και [[προς]] την [[καινοτομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για διεθνή λ. (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>modern</i>, γαλλ. <i>moderne</i>, γερμ. <i>modern</i>), που προήλθε από το υστερολατ. <i>modernus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>modo</i> «πρόσφατα, τελευταία» (αφαιρετική [[πτώση]] του ουσ. <i>modus</i> «[[τρόπος]] - [[μέτρο]]»). Ο τ. <i>modernus</i> σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το <i>hodiernus</i> «[[σημερινός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>hodie</i> «[[σήμερα]]»].
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που ακολουθεί πιστά τη [[μόδα]] και [[κάθε]] είδους νεωτερισμό<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] ή γίνεται σύμφωνα με τη [[μόδα]], [[νεωτεριστικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει σύγχρονες αντιλήψεις<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μοντέρνα [[τέχνη]]» — η [[τέχνη]] που τείνει [[προς]] την [[υπέρβαση]] της παράδοσης και [[προς]] την [[καινοτομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για διεθνή λ. ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>modern</i>, γαλλ. <i>moderne</i>, γερμ. <i>modern</i>), που προήλθε από το υστερολατ. <i>modernus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>modo</i> «πρόσφατα, τελευταία» (αφαιρετική [[πτώση]] του ουσ. <i>modus</i> «[[τρόπος]] - [[μέτρο]]»). Ο τ. <i>modernus</i> σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το <i>hodiernus</i> «[[σημερινός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>hodie</i> «[[σήμερα]]»].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που ακολουθεί πιστά τη μόδα και κάθε είδους νεωτερισμό
2. αυτός που είναι ή γίνεται σύμφωνα με τη μόδα, νεωτεριστικός
3. αυτός που έχει σύγχρονες αντιλήψεις
4. φρ. «μοντέρνα τέχνη» — η τέχνη που τείνει προς την υπέρβαση της παράδοσης και προς την καινοτομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διεθνή λ. (πρβλ. αγγλ. modern, γαλλ. moderne, γερμ. modern), που προήλθε από το υστερολατ. modernus < modo «πρόσφατα, τελευταία» (αφαιρετική πτώση του ουσ. modus «τρόπος - μέτρο»). Ο τ. modernus σχηματίστηκε αναλογικά προς το hodiernus «σημερινός» < hodie «σήμερα»].