μόρφημα: Difference between revisions
From LSJ
(25) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>γλωσσ.</b> ελάχιστη, με την [[έννοια]] ότι δεν μπορεί να αναλυθεί σε [[άλλη]] μικρότερη, [[μονάδα]] του λόγου που [[είναι]] [[φορέας]] μιας σημασίας<br />ή αξίας στο επίπεδο της γραμματικής και έχει φωνητική [[μορφή]], [[δηλαδή]] μπορεί να προκύψει [[μετά]] από [[διάσπαση]] της εκφωνούμενης πρότασης ή λέξης, τέτοια που να μην επηρεάζει το φωνολογικό επίπεδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=το<br /><b>γλωσσ.</b> ελάχιστη, με την [[έννοια]] ότι δεν μπορεί να αναλυθεί σε [[άλλη]] μικρότερη, [[μονάδα]] του λόγου που [[είναι]] [[φορέας]] μιας σημασίας<br />ή αξίας στο επίπεδο της γραμματικής και έχει φωνητική [[μορφή]], [[δηλαδή]] μπορεί να προκύψει [[μετά]] από [[διάσπαση]] της εκφωνούμενης πρότασης ή λέξης, τέτοια που να μην επηρεάζει το φωνολογικό επίπεδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>morpheme</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>eme</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ημα</i>) «[[μονάδα]]» ([[πρβλ]]. [[φώνημα]], [[λέξημα]], [[γράφημα]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:28, 23 August 2021
Greek Monolingual
το
γλωσσ. ελάχιστη, με την έννοια ότι δεν μπορεί να αναλυθεί σε άλλη μικρότερη, μονάδα του λόγου που είναι φορέας μιας σημασίας
ή αξίας στο επίπεδο της γραμματικής και έχει φωνητική μορφή, δηλαδή μπορεί να προκύψει μετά από διάσπαση της εκφωνούμενης πρότασης ή λέξης, τέτοια που να μην επηρεάζει το φωνολογικό επίπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morpheme (< μορφή) + -eme (< -ημα) «μονάδα» (πρβλ. φώνημα, λέξημα, γράφημα κ.ά.)].