μόρφων: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(25)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μόρφων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που προσποιείται αισθήματα τα οποία δεν έχει, [[υποκριτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θεράπ</i>-<i>ων</i>)].
|mltxt=[[μόρφων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που προσποιείται αισθήματα τα οποία δεν έχει, [[υποκριτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> ([[πρβλ]]. <i>θεράπ</i>-<i>ων</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:33, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

μόρφων: -ωνος, ὁ, ὑποκριτής, Ἰγνάτ. Ἐπίσκ. Μαγνησιεῦσιν σ. 144, = 53, ἔκδ. Γενεύης 1623.

Greek Monolingual

μόρφων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που προσποιείται αισθήματα τα οποία δεν έχει, υποκριτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + κατάλ. -ων (πρβλ. θεράπ-ων)].